Σαρτρ

Σαρτρ
(Chartres). Πόλη (37 119 κάτ.) της βόρειας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ερ - ε -Λουάρ (5880 τ. χλμ., 395 500 κάτ.)· βρίσκεται πάνω στην αριστερή όχθη του Ερ, 75 χλμ. ΝΔ του Παρισιού. Πιθανώς θρησκευτικό κέντρο των δρυϊδών, το αρχαίο Autricum (έπειτα Car-nutum) κατακτήθηκε από τον Καίσαρα τον lo αι. π.Χ. · έγινε κομητεία τον 9o αι. και το 1286 ενώθηκε με το βασίλειο της Γαλλίας. Στη Σ. ο επίσκοπος Φουλβέρτος ίδρυσε μια σχολή που έγινε ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά κέντρα του Μεσαίωνα και ο άγιος Βερνάρδος του Κιαραβάλε κήρυξε εκεί τη B’ Σταυροφορία. Η πόλη, που είναι σήμερα σημαντικό εμπορικό κέντρο αγροτικών προϊόντων, είναι κυρίως περίφημη για το ναό της Παναγίας (11ος - 13ος αι.), αριστούργημα της γοτθικής αρχιτεκτονικής, διακοσμημένη με λαμπρά γλυπτά (πύλη της πρόσοψης, που λέγεται «βασιλική», πλάγιες πύλες κλπ.) και τα όχι λιγότερο αριστουργηματικά βιτρώ της (τη λεγόμενη «Παναγία της Μπελ - Βεριέρ, τις ροζέτες, τα υαλώματα της πρόσοψης και του ιερού κλπ.), που ανάγονται στο 12o και 13o αι. Από τα άλλα αξιόλογα μνημεία της Σ. είναι η εκκλησία του Αγίου Πέτρου (12ος - 14ος αι.), του Αγίου Ανδρέα (12ος αι.) και του Αγίου Αινιάν (16ος αι.)· μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το Μουσείο. Η πρόσοψη του ναού Παναγίας στην πόλη Σάρτρ (φωτ. ΑΠΕ). Άποψη της Σαρτρ με τη μητρόπολη της Παναγίας, που ύμνησε ο Γάλλος ποιητής Σαρλ Πεγκί. Χτισμένη μεταξύ του 11oυ και του 13ου αιώνα, η εκκλησία αυτή θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της γαλλικής γοτθικής τέχνης. Τμήμα ενός από τα λαμπρά βιτρό που στολίζουν το εσωτερικό της μητρόπολης της Παναγίας, στα οποία εικονίζρνται άγιοι και βιβλικές σκηνές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σαρτρ, Ζαν-Πωλ — (Sartre). Γάλλος φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και λογοτέχνης (Παρίσι 1905 1980). Είναι, μαζί με το Χάιντεγκερ και το Γιάσπερς, ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του νεώτερου υπαρξισμού. Γιος μηχανικού, αφού σπούδασε στην Ecole Normale Superieure, έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Τιερί από τη Σαρτρ — (Thierry de Chartres, ; – 1155). Σχολαστικός φιλόσοφος του 12ου αι.. Ήταν νεότερος αδελφός του επίσης σχολαστικού φιλοσόφου Βερνάρδου από τη Σαρτρ και υπήρξε ένας από τους χαρακτηριστικότερους άνδρες της εποχής του. Το περιεχόμενο της διδασκαλίας …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης του Σόλσμπερι — (John of Salisbury,Σόλσμπερι 1110; – Σαρτρ 1180). Άγγλος συγγραφέας, θεολόγος και φιλόσοφος. Σπούδασε στο Παρίσι και στη Σαρτρ (1136 48), κοντά στους διασημότερους δασκάλους της εποχής του: Αβελάρδο, Αλβέριχο της Ρενς, Γκιγιόμ ντε Κονς, Ζιλμπέρ… …   Dictionary of Greek

  • υπαρξισμός — (existentialisme). Σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, που παίρνει το όνομά του από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί, αλλά αντίθετα συνδέεται αδιάσπαστα με… …   Dictionary of Greek

  • Μερλό-Ποντί, Μορίς — (Maurice Merleau Ponty, 1908 – 1961). Γάλλος φιλόσοφος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ecole Normale Superieure. Σε νεανική ηλικία άρχισε να παρακολουθεί διαλέξεις για το έργο του Χέγκελ και παράλληλα αρθρογραφούσε στην καθολική εφημερίδα Esprit. Κατά… …   Dictionary of Greek

  • άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”